- προσπεσοῦσαι
- προσπίτνωfall uponaor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνερείδω — Α 1. στηρίζω μαζί, συναρμόζω («τοὺς ὀδόντας συνερείδειν», Ιπποκρ.) 2. δένω μαζί σφιχτά («χέρα δεσμοῑς διδύμοις συνερεισθέντες», Ευρ.) 3. είμαι δεμένος σφιχτά («oἱ ὀδόντες συνηρείκασι», Ιπποκρ.) 4. (για στρατιώτες) είμαι τοποθετημένος σε πυκνή… … Dictionary of Greek